Τι δείχνουν τα αποτελέσματα μελέτης του ΕΚΠΑ για την ανάπτυξη εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του ιού SARS-CoV-2 μετά από εμβολιασμό με Pfizer ή AstraZeneca.
Η Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ διεξάγει μελέτη της κινητικής των αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 σε εθελοντές που λαμβάνουν τα εγκεκριμένα εμβόλια από το υπουργείο Υγείας.
Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της σύγκρισης της παραγωγής εξουδετερωτικών αντισωμάτων μετά τη χορήγηση του εμβολίου της Pfizer ή της AstraZeneca, σε εθελοντές ηλικίας 60-64 ετών (διάμεση ηλικία τα 61 έτη και με τα δυο εμβόλια).
Η επιλογή της ηλικιακής ομάδας έγινε γιατί οι πολίτες ηλικίας 60-64 ετών ήταν οι πρώτοι που εμβολιάσθηκαν με το εμβόλιο των AstraZeneca. Η σύγκριση έγινε με υγειονομικούς που έλαβαν το εμβόλιο της Pfizer και είχαν ίδια ηλικία και φύλο με αυτούς που έλαβαν το εμβόλιο των AstraZeneca.
Στη μελέτη μετρήθηκε η παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων (όπως υποδεικνύει το όνομα τους είναι αυτά τα οποία «εξουδετερώνουν» τον ιό), η ύπαρξη των οποίων σε επίπεδο άνω του 30% είναι ενδεικτική της αδρανοποίησης του ιού, ενώ επίπεδα άνω του 75% δηλώνουν πολύ υψηλή προστασία έναντι του ιού.
Η μέτρησή τους έγινε την ημέρα της πρώτης δόσης του εμβολίου (πριν τον εμβολιασμό), 3 εβδομάδες αργότερα (ημέρα 22, πριν τη δεύτερη δόση του εμβολίου για όσους έλαβαν το εμβόλιο της Pfizer), και στη συνέχεια έπειτα από 4 εβδομάδες (ημέρα 50 μετά την πρώτη δόση του εμβολίου).
Οι μετρήσεις γίνονται με εμπορικά διαθέσιμες τεχνολογίες που έχουν εγκριθεί από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ. Οι επικεφαλής της μελέτης, Ευάγγελος Τέρπος (Καθηγητής Αιματολογίας του ΕΚΠΑ), Ιωάννης Τρουγκάκος (Καθηγητής Τμήματος Βιολογίας του ΕΚΠΑ) και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης του ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της έρευνας.
Τι γίνεται μετά από τρεις – επτά εβδομάδες
Συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα 78 πολιτών που έλαβαν το εμβόλιο της Pfizer με αυτά 73 εθελοντών που έλαβαν το εμβόλιο των AstraZeneca.
Πριν την πρώτη δόση των εμβολίων δεν υπήρχε διαφορά στην τιμή των εξουδετερωτικών αντισωμάτων μεταξύ των δυο ομάδων. Την 22η ημέρα, πριν τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου της Pfizer, το 78% των εμβολιασθέντων με το εμβόλιο της Pfizer ανέπτυξαν εξουδετερωτικά αντισώματα, έναντι του 56% αυτών που έλαβαν το εμβόλιο της AstraZeneca.
Tην 50η ημέρα, που η ομάδα του εμβολίου της Pfizer είχε λάβει ήδη και τη δεύτερη δόση του εμβολίου και είχε περάσει διάστημα 4 εβδομάδων, η διαφορά ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Συνολικά, το 98% των εμβολιασθέντων με το εμβόλιο της Pfizer ανέπτυξαν εξουδετερωτικά αντισώματα (σχεδόν όλοι σε επίπεδα άνω του 75%) έναντι του 75% αυτών που έλαβαν το εμβόλιο της AstraZeneca.
Στην ομάδα του εμβολίου της AstraZeneca μόνο το 11% είχε τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων άνω του 75%, 50 ημέρες μετά την πρώτη δόση του εμβολίου. Ωστόσο, όπως φαίνεται και από τα αποτελέσματα, παρατηρήθηκε αύξηση του αριθμού των ατόμων με θετικούς τίτλους αντισωμάτων και με το εμβόλιο της AstraZeneca, μεταξύ 3 και 7 εβδομάδων μετά την πρώτη δόση του εμβολίου.
Απαραίτητη η δεύτερη δόση εμβολίων
Η μελέτη του ΕΚΠΑ δείχνει ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων είναι πολύ μεγάλη και στην ομάδα των πολιτών ηλικίας 60-64 ετών. Η δεύτερη δόση των εμβολίων είναι απαραίτητη για την επίτευξη υψηλών τίτλων εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2.
Τα αποτελέσματα με το εμβόλιο των AstraZeneca, τονίζουν οι Καθηγητές του ΕΚΠΑ, δηλώνουν ότι η επιλογή πολλών χωρών να προτείνουν τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου σε διάστημα λιγότερο των 12 εβδομάδων μετά την πρώτη δόση, είναι σωστή, ώστε να μειωθεί το διάστημα μέχρι την επίτευξη της μέγιστης παραγωγής εξουδετερωτικών αντισωμάτων.
Στις χώρες αυτές ανήκει και η Ελλάδα που προτείνει να γίνεται η δεύτερη δόση του εμβολίου των AstraZeneca μεταξύ 8 και 12 εβδομάδων μετά την πρώτη δόση, όπως και το Ηνωμένο Βασίλειο που χορηγεί τη δεύτερη δόση στις ευπαθείς ομάδες 8 εβδομάδες μετά την πρώτη δόση, αντί των 12 εβδομάδων που ήταν η συνήθης πολιτική του μέχρι προ εβδομάδος.
Δημόπουλος-Μανωλόπουλος για τη σύγκριση
Για τα εμβόλια, τα αντισώματα και τις μεταλλάξεις μίλησαν ο Πρύτανης ΕΚΠΑ Αθανάσιος Δημόπουλος και ο καθηγητής Φαρμακολογίας Ευάγγελος Μανωλόπουλος στον ΣΚΑΪ.
«Όταν το 50% του πληθυσμού έχει λάβει τουλάχιστον μια δόση του εμβολίου μπορούμε να αρχίσουμε να συμπεριφερόμαστε διαφορετικά», ανέφερε ο κ. Δημόπουλος.
Σχετικά με τις μεταλλάξεις και συγκεκριμένα για αυτή που παρατηρείται στο κέντρο της Αθήνας, ο καθηγητής εξήγησε ότι υπάρχουν συνδυασμοί μεταλλάξεων οι οποίοι συνδέονται με αυξημένη μεταδοτικότητα και ανησυχούν τους ειδικούς.
Τόνισε, δε, ότι αν συνεχίσει αυτή η διαδικασία των μεταλλάξεων, όπως και στην Ινδία, κάποια από τις νέες που θα εμφανιστούν μπορεί να βγει ιδιαίτερα μεταδοτική.
Η νέα μελέτη του ΕΚΠΑ για τα εξουδετερωτικά αντισώματα από τα εμβόλια έδειξε ότι υπερέχει η Pfizer σε αντισώματα όταν έχει χορηγηθεί και η δεύτερη δόση. Γι’ αυτό, όπως είπε ο κ. Δημόπουλος, προτείνουν οι ειδικοί να γίνεται η δεύτερη δόση της AstraZeneca νωρίτερα, στις 8 εβδομάδες.
Το εμβόλιο της Pfizer παρουσιάζει πάνω από 90% στα αντισώματα, 50 μέρες μετά τη δεύτερη δόση.
Επίσης, επεσήμανε ότι πρέπει να διατηρήσουμε τους εμβολιαστικούς ρυθμούς όπως είναι και να πειστούν όσοι δεν έχουν ακόμη κάνει το εμβόλιο.
Ο κ. Μανωλόπουλος ερωτηθείς σχετικά με τον συνδυασμό των εμβολίων, είπε ότι δεν υπάρχουν ισχυρά δεδομένα υπέρ ή κατά. «Θα μπορούσε να γίνει, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.»
Εξήγησε, επίσης, ότι όσοι έχουν νοσήσει, έχουν προσωρινά αντισώματα, αλλά το εμβόλιο θα τους εξασφαλίσει για περισσότερο καιρό ανοσία.
Αν κάποιος νοσήσει μια φορά, τη δεύτερη φορά νοσεί ελαφρύτερα, ενώ αν μολυνθεί από μεταλλαγμένο στέλεχος μπορεί να προκύψει σοβαρότερη λοίμωξη, προσέθεσε.
Τέλος, στο πεδίο ανάπτυξης ειδικού αντιικού φαρμάκου για τον κορωνοϊό, ο κ. Δημόπουλος είπε ότι θα το λαμβάνουν εκείνοι που έχουν μολυνθεί και θα χορηγείται ανεξαρτήτως του εμβολίου. Το εμβόλιο είναι για την πρόληψη, ενώ το φάρμακο θα παρεμποδίζει την εξέλιξη της νόσου, εξήγησε.
Σχετικά με τα προνόμια για τους εμβολιασμένους, είπε ότι «θα πάμε συνολικά ως κοινωνία σε μια χαλάρωση των μέτρων χωρίς να γίνονται διακρίσεις υπέρ όσων έχουν εμβολιαστεί».